- αποτυγχάνω
- κ. -τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω)1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μουνεοελλ.(μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, -η, -ο1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει στη σταδιοδρομία τουμσν.γελιέμαι, πέφτω έξωαρχ.1. αποβάλλω, χάνω2. (-ομαι) δεν εκπληρώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.